- αἰνομανής
- αἰνομανήςraving horriblymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αινομανής — αἰνομανὴς ( οῡς), ὲς (Μ) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση φοβερής μανίας, παραφροσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + μανὴς < ἐμάνην, μαίνομαι] … Dictionary of Greek
αἰνομανῆ — αἰνομανής raving horribly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰνομανής raving horribly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰνομανής raving horribly masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνομανεῖς — αἰνομανής raving horribly masc/fem acc pl αἰνομανής raving horribly masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνομανοῦς — αἰνομανής raving horribly masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek